Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

«Πειραματικά - πρότυπα» σχολεία: μια αντίφαση και μια παγίδα

Ημερομηνία δημοσίευσης: 14/01/2011
ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΤΡΙΜΗ - ΚΥΡΟΥ*
Άραγε θα εθεωρείτο εκπαιδευτική μεταρρύθμιση η επαναφορά στα σχολικά βιβλία της καθαρεύουσας ή η κατάργηση της μεικτής φοίτησης και η επαναφορά των παρθεναγωγείων; Όχι, τουλάχιστον για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών. Τότε γιατί να θεωρηθεί εκπαιδευτική μεταρρύθμιση η αναβίωση των πάλαι ποτέ προτύπων; Πώς είναι δυνατόν αυτή η επιλογή να υιοθετείται από μια κυβέρνηση που δηλώνει αποφασισμένη να δημιουργήσει το «Νέο σχολείο»;
Καταρχάς υπάρχει μια σύγχυση των όρων «πειραματικό» και «πρότυπο». Είναι όροι αλληλοαποκλειόμενοι, δεν μπορούν να συνυπάρξουν οι δύο ιδιότητες στο ίδιο σχολείο. Το υπουργείο καθιερώνει εισαγωγικές εξετάσεις στα «πειραματικά - πρότυπα» σχολεία, ώστε να φοιτούν σε αυτά οι «άριστοι», ενώ δηλώνει ότι θα αξιοποιήσει τα εν λόγω σχολεία για α) την παιδαγωγική επιμόρφωση - άσκηση εκπαιδευτικών και φοιτητών, β)τη δοκιμή καινοτομιών που θα αποτιμούνται με επιστημονικό τρόπο, ώστε όποιες κριθούν αποτελεσματικές να εφαρμοστούν πανελλαδικά.
Αν όμως δοκιμαστούν νέες μέθοδοι, βιβλία κτλ σε μαθητές κορυφαίων επιδόσεων, δεν είναι δυνατόν να συναχθούν συμπεράσματα για το αν πρέπει να προχωρήσουμε στη γενίκευση της δοκιμαζόμενης καινοτομίας πανελλαδικά. Μια πιλοτική εφαρμογή, για να ελεγχθεί η καταλληλότητά της με επιστημονικά έγκυρο τρόπο, επιβάλλεται να πραγματοποιηθεί με μαθητές που δεν απέχουν παρασάγγας από τον μέσο όρο.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών. Οι επιμορφούμενοι, για να βοηθηθούν ουσιαστικά, πρέπει να παρακολουθήσουν δειγματικές διδασκαλίες όπου θα εφαρμόζονται πρωτοποριακές μέθοδοι σε όσο το δυνατόν πιο πραγματικές συνθήκες. Έτσι μονάχα θα πεισθούν ότι είναι εφικτό σε μια μέση τάξη να εγκαταλείψουν τα παραδοσιακά πρότυπα διδασκαλίας. Διαφορετικά είναι αυτονόητη και εύλογη η ένσταση ότι «αυτά περπατάνε εδώ: επειδή έχετε την αφρόκρεμα, αποκλείεται να περπατήσουν στην Κυψέλη ή στο Μενίδι».
Αφού έγινε σαφές ότι ένα επιλεγμένο μαθητικό δυναμικό ακυρώνει τη λειτουργία των σχολείων ως χώρων έγκυρου πειραματισμού και πειστικής επιμόρφωσης, έχει σημασία να απαντήσουμε στην πιθανή εναλλακτική πρόταση να υπάρξουν δύο διακριτές κατηγορίες σχολείων: α) τα πειραματικά, των οποίων ο πληθυσμός θα προκύπτει με κλήρωση, ώστε να είναι αξιόπιστα τα συμπεράσματα των πιλοτικών προγραμμάτων και τα παραδείγματα της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, β) τα πρότυπα, των οποίων ο πληθυσμός θα προκύπτει με εξετάσεις και απ’ τα οποία θα αποφοιτούν οι μελλοντικοί διακεκριμένοι της Ελλάδας.
Είναι αληθές ότι σε αυτή την περίπτωση δεν θα υπήρχε αντίφαση στόχων. Το κάθε είδος σχολείου θα είχε τους δικούς του στόχους, συμβατούς με τον μαθητικό πληθυσμό του. Παρόλα αυτά, αν η ύπαρξη σχολείων πραγματικά (όχι κατ' όνομα) πειραματικών είναι μια οφθαλμοφανής ανάγκη, η αναγκαιότητα των προτύπων είναι αμφισβητήσιμη. Η αναβίωσή τους δεν συνιστά καινοτομία αλλά «παλαιοτομία», όχι τόσο γιατί τα πρότυπα ανήκουν στο μακρινό παρελθόν, όσο γιατί οι λόγοι που οδήγησαν στην κατάργησή τους διόλου έχουν εκλείψει.
Σωρεία ερευνών καταγράφουν και στην Ελλάδα αυτό που πρώτοι οι Γάλλοι Μπουρντιέ, Μποντελό και Εσταμπλέ διαπίστωσαν στη δική τους χώρα κάμποσες δεκαετίες πριν: οι σχολικές επιδόσεις εξαρτώνται άμεσα από το οικονομικό και μορφωτικό κεφάλαιο των οικογενειών όπου ανατρέφονται οι μαθητές. Ακόμα και δημοσιογραφικά άρθρα μετά την έκδοση των αποτελεσμάτων των πανελλαδικών εντοπίζουν την ανισότητα ευκαιριών στις σπουδές.
Στις περιζήτητες σχολές το ποσοστό των εισαγομένων που προέρχονται από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα είναι πολύ υψηλότερο από το ποσοστό που κατέχουν αυτά τα στρώματα στον συνολικό πληθυσμό. Υπάρχουν, βέβαια, εξαιρέσεις, αλλά απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Ιστορική έρευνα για την κοινωνική προέλευση των μαθητών των πάλαι ποτέ προτύπων αποτυπώνει χαμηλά ποσοστά μαθητών προερχόμενων από κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Προφανώς η ευφυΐα δεν κατανέμεται σύμφωνα με την κοινωνική προέλευση. Άλλη είναι η εξήγηση. Τίθενται λοιπόν κάποια ερωτήματα: Τι μετρούν οι εξετάσεις;Μετρούν την ευφυΐα; Υπάρχει ευφυΐα ανεξάρτητη από τα ερεθίσματα που παρέχονται στο παιδί, τον προφορικό λόγο που ακούει καθημερινά στο σπίτι του, τις ευκαιρίες επαφής που του προσφέρονται με διάφορες εκφάνσεις του πολιτισμού, με την τεχνολογία κτλ;
Οι έρευνες λένε πως όχι, δεν υπάρχει ευφυΐα ανεξάρτητη από το περιβάλλον όπου μεγαλώνει ένα παιδί. Άρα υπάρχουν παιδιά που προσέρχονται στις πιθανές εξετάσεις με περισσότερα εφόδια από άλλα. Επιπλέον, στην περίπτωση που αναβιώσουν τα πρότυπα, όπως συνέβαινε και όταν παλιότερα υπήρχαν, θα ανθήσουν τα ιδιαίτερα προετοιμασίας υποψηφίων για τις εξετάσεις εισαγωγής.
Καθώς δε η παραπαιδεία σήμερα είναι πολύ περισσότερο ανεπτυγμένη από όσο τη δεκαετία του ’60 ή του ’70, το φαινόμενο θα είναι σαφώς εντονότερο. Οι «άριστοι» λοιπόν θα επιλεγούν λόγω ξεχωριστής ευφυΐας ή λόγω καλής προετοιμασίας; Ούτε καν τα τεστ ευφυΐας και δεξιοτήτων δεν είναι σε θέση να απομονώσουν και να μετρήσουν αμιγώς την ευφυΐα, πόσο μάλλον οι εξετάσεις γνωστικού περιεχομένου.
Ας υποθέσουμε όμως ότι βρισκόταν τρόπος να εντοπιστούν οι πραγματικά ευφυείς και όχι οι ευνοημένοι από το κοινωνικό περιβάλλον. Και πάλι τίθενται κάποια ερωτήματα: Ωφελούνται αλήθεια τα ιδιαίτερα ευφυή παιδιά όταν συνυπάρχουν μόνο με ομοίους τους; Πόσο εύκολο είναι να αποφευχθεί ο ανταγωνισμός και η βαθμοθηρία; Μήπως υπάρχει ο κίνδυνος να καλλιεργηθεί έπαρση αντί σεβασμός και αναγνώριση κάθε είδους δεξιοτήτων και αρετών που έχουν οι συνάνθρωποί μας, ακόμα κι αν αυτές δεν συνεπάγονται επιδόσεις;
Ας μην παραβλέπουμε δε το γεγονός ότι σε κάθε τάξη, και στις τάξεις των αρίστων αναπόφευκτα, κάποιοι έσονται πρώτοι και κάποιοι τελευταίοι. Είναι άραγε το ίδιο να είσαι τελευταίος σε μια κοινή τάξη και το ίδιο να είσαι τελευταίος σε μια τάξη αρίστων; Συζητήσεις με πρώην μαθητές προτύπων καταδεικνύουν ότι βίωναν επώδυνα τη θέση τους όσοι υπήρξαν ουραγοί. Το θλιβερότερο είναι ότι αυτοί οι ουραγοί των προτύπων θα ήταν μάλλον πρώτοι σε άλλα σχολεία. Επρόκειτο για μια εντελώς πλασματική αποτυχία, που όμως δεν τη βίωναν ως τέτοια.
Κάτι ακόμα δεν συνάδει με την αναβίωση και άρα τη χρηματοδότηση των προτύπων. Πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας είναι να υποστηρίζει την καλύτερη εκπαίδευση για τους περισσότερους και όχι για τους ελάχιστους. Τα προνομιούχα (λόγω ευφυΐας ή λόγω περιβάλλοντος) παιδιά θα βρουν τον δρόμο τους.
Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναλογιστούμε την εκπαιδευτική πολιτική του Καποδίστρια: εκείνος αρνήθηκε να ιδρύσει πανεπιστήμιο θεωρώντας ότι όσα λεφτά μπορούσε να διαθέσει στην παιδεία έπρεπε να ωφελούν όσους αδυνατούσαν με δικά τους μέσα να μορφωθούν. Όσοι μπορούσαν να παραμείνουν εκτός αγοράς εργασίας στην αντίστοιχη ηλικία πιθανότατα μπορούσαν και να σπουδάσουν στα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Έτσι προτεραιότητα έδωσε στη στοιχειώδη και την επαγγελματική εκπαίδευση.
Άραγε ποιες πρέπει να είναι οι προτεραιότητές μας σήμερα; Η αναβίωση των προτύπων απαντά στις επείγουσες ανάγκες του εκπαιδευτικού μας συστήματος; Μήπως όσοι θα γίνουν μαθητές προτύπων (όπως και οι επίδοξοι φοιτητές της εποχής του Καποδίστρια) δεν έχουν πραγματικά ανάγκη από αυτά τα σχολεία; Μήπως κάποιοι άλλοι μαθητές έχουν περισσότερη ανάγκη από την αναβάθμιση των σχολείων τους;
Πάντως στη Γαλλία το υπουργείο της αντίστοιχης σοσιαλιστικής κυβέρνησης (προ Σαρκοζί) χαρακτήρισε «σχολεία προτεραιότητας» τα σχολεία των υποβαθμισμένων αστικών περιοχών κι αυτά απορροφούσαν τα υψηλότερα κονδύλια, ακριβώς για να βοηθηθούν παιδιά με μειωμένες ευκαιρίες για μόρφωση.
Ένα επιπλέον πρόβλημα είναι ότι η αναβίωση των προτύπων θα οδηγήσει σε αφαίμαξητων «άριστων» μαθητών από τα υπόλοιπα δημόσια σχολεία. Είναι άραγε αυτό θετικό; Μήπως επιχειρώντας να ενισχύσουμε τους «άριστους» χαντακώνουμε τους υπόλοιπους, στερώντας τις τάξεις τους από παιδιά που θα στήριζαν το μάθημα και τη διαδικασία κατάκτησης της γνώσης;
Υπάρχουν και άλλα θέματα που μένουν ανοικτά στην υπουργική ανακοίνωση. Ένα κομβικό είναι τι περιθώρια ελευθερίας θα δοθούν για την υιοθέτηση εναλλακτικών τρόπων αξιολόγησης των μαθητών, τη μεταβολή ωρολογίων προγραμμάτων, διδακτέας ύλης κτλ. Είναι κρίσιμο να μην απαιτούνται πολύπλοκες χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες για να εγκριθεί ένας πειραματικός σχεδιασμός.
Επίσης πολύ βασικό ζήτημα είναι τα κριτήρια επιλογής των εκπαιδευτικών που θα στελεχώσουν τα πειραματικά. Είναι άραγε το διδακτορικό και τα μεταπτυχιακά εγγύηση για την ετοιμότητα και τη διάθεση των εκπαιδευτικών να εφαρμόσουν καινοτομίες; Δεν είναι εξίσου σημαντικά κριτήρια η πρότερη εμπλοκή των εκπαιδευτικών σε πρωτοποριακές εκπαιδευτικές δράσεις ή στην άσκηση φοιτητών, η παρακολούθηση σεμιναρίων διδακτικής κτλ.;
Αν κάποιος έχει κάνει διδακτορικό π.χ. για τον Πλωτίνο, αυτό σημαίνει πως είναι δάσκαλος που επιδιώκει την υπέρβαση των αυτονόητων στην εκπαίδευση; Κι όμως τέτοιους χρειάζεται ένα πειραματικό σχολείο. Και για να ενδιαφερθούν αυτοί να στελεχώσουν τα πειραματικά, πρέπει οι συνθήκες να είναι πρόσφορες αλλά και να νιώσουν εργασιακά ασφαλείς.
Κλείνω με μια απορία επί της διαδικασίας: Γιατί ακολουθείται μια διαδικασία κατεπείγοντος για τη σύνταξη του νομοσχεδίου περί πειραματικών - προτύπων; Τέλος πάντων σε ποια πιεστική ανάγκη απαντά αυτό το νομοσχέδιο και δεν υπάρχει χρόνος για ζύμωση ευρύτερη των προτάσεων του υπουργείου;


* Η Κατερίνα Τρίμη-Κύρου είναι εκπαιδευτικός Βαρβακείου Πειραματικού Γυμνασίου


ΠΗΓΗ: ΑΥΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου